- προπηλακιστικως
- προπηλακιστικῶςπρο-πηλᾰκιστικῶςоскорбительно, оскорбляюще
(διαλέγεσθαί τινι Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(διαλέγεσθαί τινι Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προπηλακιστικῶς — προπηλακιστικός contumelious adverbial προπηλακιστικῶς indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπηλακιστικός — ή, ό / προπηλακιστικός, ή, όν, ΝΑ [προπηλακιστής] (για πρόσ.) αυτός που είναι επιρρεπής σε προπηλακισμούς, που συνηθίζει να προπηλακίζει νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προπηλακιστή, υβριστικός, εξευτελιστικός 2. (για πράγμ.) αυτός… … Dictionary of Greek